Μετάβαση στο περιεχόμενο

casino

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
casino casinos

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

casino (en)

  1. το καζίνο
      He went to the casino most nights, but usually failed to collect.
    Πήγαινε στο καζίνο τις περισσότερες νύχτες, αλλά συνήθως δεν κατάφερνε να κερδίσει.
  2. είδος παιχνιδιού με χαρτιά
    γράφεται και cassino



      ενικός         πληθυντικός  
casino casinos

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

casino (fr) αρσενικό