cassette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cassette (en)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cassette | cassettes |
cassette (fr) θηλυκό
- η κασέτα
Ισπανικά (es) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cassette (es)