cassoulet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

ένα πιάτο cassoulet

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cassoulet < οξιτανική caçolet

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.su.lɛ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cassoulet (fr) αρσενικό

  1. (γαστρονομία) φαγητό με βάση κρέας με φασόλια
    le cassoulet de Castelnaudary - το cassoulet από το Castelnaudary

Αναγραμματισμοί[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • cassoulet στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια