cathodique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cathodique cathodiques

Επίθετο

[επεξεργασία]

cathodique (fr) αρσενικό ή θηλυκό