cathodique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cathodique | cathodiques |
Επίθετο[επεξεργασία]
cathodique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
cathodique | cathodiques |
cathodique (fr) αρσενικό ή θηλυκό