caudiforme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
caudiforme | caudiformes |
Επίθετο[επεξεργασία]
caudiforme (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει μορφή ουράς
ενικός | πληθυντικός |
caudiforme | caudiformes |
caudiforme (fr) αρσενικό ή θηλυκό