cauldron
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cauldron | cauldrons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cauldron (en)
ενικός | πληθυντικός |
cauldron | cauldrons |
cauldron (en)