Μετάβαση στο περιεχόμενο

cauldron

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
cauldron cauldrons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cauldron (en)

  1. καζάνι
  2. λέβητας

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]