cavalariça
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cavalariça | cavalariças |
cavalariça (pt) θηλυκό
- ο στάβλος
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cavalariça | cavalariças |
cavalariça (pt) θηλυκό