celi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
celi < cel- + -i
ρήμα celi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας celas celanta celata
αόριστος celis celinta celita
μέλλοντας celos celonta celota
υποθετική celus - -
προστακτική celu - -

celi (eo)



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

celi (io)