celo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | celo | celoj |
αιτιατική | celon | celojn |
celo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | celo | celoj |
αιτιατική | celon | celojn |
celo (eo)