celtique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
celtique | celtiques |
celtique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
celtique | celtiques |
celtique (fr) αρσενικό ή θηλυκό