censor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

censor (en)



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

censor < censeo < πρωτοϊταλική *kensēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱn̥s-é-ti / *ḱn̥s-eyé-ti < *ḱens- (αναγγέλλω)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ελληνιστική κοινή: κήνσωρ

Πηγές[επεξεργασία]