cepo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | cepo |
αιτιατική | cepon |
cepo (eo)
- το κρεμμύδι
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | cepo |
αιτιατική | cepon |
cepo (eo)