chancellor
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chancellor (en)
- (πολιτική) o καγκελάριος
- ο γραμματέας ενός βασιλιά ή ευγενή
- τίτλος ανώτερων πολιτικών, εκκλησιαστικών ή πανειστημιακών αξιωματούχων
chancellor (en)