γραμματέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γραμματέας οι γραμματείς
      γενική του
του/της
γραμματέα
γραμματέως
των γραμματέων
    αιτιατική τον/τη γραμματέα τους/τις γραμματείς
     κλητική γραμματέα γραμματείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γραμματέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γραμματεύς, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική scribe ή secrétaire[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɣɾa.maˈte.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γραμ‐μα‐τέ‐ας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γραμματέας αρσενικό ή θηλυκό

  1. έμπιστος υπάλληλος και στενός συνεργάτης ενός επιχειρηματία, επιστήμονα, πολιτικού, ηγεμόνα κλπ που διεκπεραιώνει κυρίως την αλληλογραφία του
  2. (επάγγελμα) υπάλληλος που ασχολείται με γραφική δουλειά
  3. το μέλος ενός συμβουλίου που έχει την ευθύνη της κράτησης των πρακτικών από τις συνεδριάσεις
    ο γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου
  4. ανώτατο στέλεχος οργανισμού, κόμματος κλπ
    η γενική γραμματέας του κομμουνιστικού κόμματος
  5. (πληθυντικός, στην Αγία Γραφή) λόγιοι Εβραίοι, ειδικοί του Μωσαϊκού Νόμου
    Γραμματείς και Φαρισαίοι

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]