charcuterie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʃaʁ.ky.te.ʁi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
charcuterie (fr) θηλυκό
- το αλλαντοπωλείο
- το αλλαντικό