Μετάβαση στο περιεχόμενο

chasse

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chasse chasses

chasse (fr) θηλυκό