chasse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chasse | chasses |
chasse (fr) θηλυκό
- το κυνήγι
ενικός | πληθυντικός |
chasse | chasses |
chasse (fr) θηλυκό