Μετάβαση στο περιεχόμενο

chasteté

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
chasteté chastetés

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chasteté (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]