chaste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

chaste (en)

  1. αγνός, καθαρός (από ηθική άποψη)
    a chaste mind; chaste eyes
  2. αγνός, παρθένος (αυτός που απέχει από τη σεξουαλική επαφή)
  3. ασεξουαλικός
  4. (στις τέχνες) απλός, αυστηρός
    a chaste style in composition or art



      ενικός         πληθυντικός  
chaste chastes

Επίθετο

[επεξεργασία]

chaste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αγνός, παρθένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]