Μετάβαση στο περιεχόμενο

chemist

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
chemist chemists

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chemist (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη chemical