Μετάβαση στο περιεχόμενο

chemistry

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chemistry (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η χημεία, η επιστήμη
      She’s studying chemistry.
    Σπουδάζει χημεία.
      Today we have chemistry.
    Σήμερα έχουμε χημεία.
  2. η χημεία, η χημική δομή και συμπεριφορά μιας συγκεκριμένης ουσίας
      The patient’s blood chemistry was monitored regularly.
    Η χημεία του αίματος του ασθενούς παρακολουθούνταν τακτικά.
  3. η χημεία, η σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων, συνήθως μια ισχυρή σεξουαλική έλξη
      There’s chemistry between them.
    Έχει χημεία μεταξύ τους.

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη chemical