chemistry
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η χημεία, η επιστήμη
- ⮡ She’s studying chemistry.
- Σπουδάζει χημεία.
- ⮡ Today we have chemistry.
- Σήμερα έχουμε χημεία.
- ⮡ She’s studying chemistry.
- η χημεία, η χημική δομή και συμπεριφορά μιας συγκεκριμένης ουσίας
- ⮡ The patient’s blood chemistry was monitored regularly.
- Η χημεία του αίματος του ασθενούς παρακολουθούνταν τακτικά.
- ⮡ The patient’s blood chemistry was monitored regularly.
- η χημεία, η σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων, συνήθως μια ισχυρή σεξουαλική έλξη
- ⮡ There’s chemistry between them.
- Έχει χημεία μεταξύ τους.
- ⮡ There’s chemistry between them.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη chemical