Μετάβαση στο περιεχόμενο

chienlit

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
chienlit chienlits

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chienlit < chier + en + lit

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chienlit (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο ή λογοτεχνικό) μάσκα της Αποκριάς
  2. (μεταφορικά) χοντροειδής αμφίεση, μεταμφίεση
  3. (μεταφορικά) ακαταστασία