chienlit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chienlit | chienlits |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chienlit (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο ή λογοτεχνικό) μάσκα της Αποκριάς
- (μεταφορικά) χοντροειδής αμφίεση, μεταμφίεση
- (μεταφορικά) ακαταστασία