cicerone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cicerone < (άμεσο δάνειο) ιταλική cicerone < λατινική Cicero < cicer < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱiker
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cicerone (en)