ciondolone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ciondolone < ciondolare
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ciondolone | ciondoloni |
ciondolone (it)
- χασομέρης, κάποιος που προτιμά τη ραθυμία, αντί να κάνει κάποια δραστηριότητα.