circo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
circo circos

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

circo (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) η περιφέρεια

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

circo (it)

  1. τσίρκο