circumvent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | circumvent |
γ΄ ενικό ενεστώτα | circumvents |
αόριστος | circumvented |
παθητική μετοχή | circumvented |
ενεργητική μετοχή | circumventing |
Ρήμα
[επεξεργασία]- καταστρατηγώ
- ⮡ With bribes, he managed to circumvent the law.
- Με δωροδοκίες κατάφερε να καταστρατηγήσει το νόμο.
- ⮡ With bribes, he managed to circumvent the law.