Μετάβαση στο περιεχόμενο

circumvent

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας circumvent
γ΄ ενικό ενεστώτα circumvents
αόριστος circumvented
παθητική μετοχή circumvented
ενεργητική μετοχή circumventing

circumvent (en) (επίσημο)

  • καταστρατηγώ
      With bribes, he managed to circumvent the law.
    Με δωροδοκίες κατάφερε να καταστρατηγήσει το νόμο.