citrique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /si.tʁik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
citrique citriques

citrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό