Μετάβαση στο περιεχόμενο

clémence

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kle.mɑ̃s/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
clémence clémences

clémence (fr) θηλυκό