clean as a whistle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
clean as a whistle (en)
- πεντακάθαρος
- δεν έχω εμπλακεί σε άνομη πράξη
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- as clean as a whistle