cocoon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cocoon cocoons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cocoon (en)

  • το κουκούλι
    ⮡  silkworms spinning cocoons - μεταξοσκώληκες που υφαίνουν κουκούλι