cogérance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ.ʒe.ʁɑ̃ːs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cogérance | cogérances |
cogérance (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
cogérance | cogérances |
cogérance (fr) θηλυκό