cohésion
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cohésion | cohésions |
cohésion (fr) θηλυκό
- η συνοχή, η συνεκτικότητα
ενικός | πληθυντικός |
cohésion | cohésions |
cohésion (fr) θηλυκό