collateral
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
collateral (en) (χωρίς παραθετικά)
- (επίσημο) παράπλευρος
- ↪ collateral damage - παράπλευρες απώλειες
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
collateral (en) (μη μετρήσιμο)
- (οικονομία) η εγγύηση, περιουσία ή κάτι πολύτιμο που υπόσχομαι να δώσω σε κάποιον εάν δεν μπορώ να επιστρέψω τα χρήματα που δανείζομαι
- ↪ They put up their house as collateral.
- Έβαλαν το σπίτι τους εγγύηση.
- ↪ They put up their house as collateral.