collateral

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: collatéral

Επίθετο

[επεξεργασία]

collateral (en) (χωρίς παραθετικά)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

collateral (en) (μη μετρήσιμο)

  • (οικονομία) η εγγύηση, περιουσία ή κάτι πολύτιμο που υπόσχομαι να δώσω σε κάποιον εάν δεν μπορώ να επιστρέψω τα χρήματα που δανείζομαι
    ⮡  They put up their house as collateral.
    Έβαλαν το σπίτι τους εγγύηση.