colonne
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
colonne | colonnes |
colonne (fr) θηλυκό
- η κολώνα
- (αρχιτεκτονική) κίονας, στύλος
ενικός | πληθυντικός |
colonne | colonnes |
colonne (fr) θηλυκό