colpocèle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- colpocèle < αρχαία ελληνική κόλπος + κήλη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔl.pɔˈsɛl/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
colpocèle (fr) θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- colpocèle - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé