comissão
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
comissõesão | comissõesões |
comissão (pt) θηλυκό
- η επιτροπή
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
comissõesão | comissõesões |
comissão (pt) θηλυκό