commutatrice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
commutatrice | commutatrices |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
commutatrice (fr) θηλυκό
- συσκευή που μπορεί να μετατρέψει συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα σε εναλλασσόμενο, καθώς και το αντίστροφο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη commuter