comparo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

comparo < cum + paro

Ρήμα[επεξεργασία]

comparo (la) (comparō1, comparāvī, comparātum, comparāre)

Κλίση[επεξεργασία]