Μετάβαση στο περιεχόμενο

paro

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
paro < γερμανική Paar

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpa.ɾo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική paroparoj
αιτιατική paronparojn

paro (eo)


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
paro < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pere

paro (la) (parō1, parāvī, parātum, parāre)