complémentarité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
complémentarité complémentarités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

complémentarité (fr) θηλυκό

  1. συνεργασία
    travailler en complémentarité - συνεργάζομαι