complémentarité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
complémentarité | complémentarités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
complémentarité (fr) θηλυκό
- συνεργασία
- travailler en complémentarité - συνεργάζομαι