composant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
composant | composants |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
composant (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
composant | composants |
composant (fr) αρσενικό