compréhensible
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
compréhensible | compréhensibles |
Επίθετο
[επεξεργασία]compréhensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
compréhensible | compréhensibles |
compréhensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό