compréhensible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
compréhensible compréhensibles

Επίθετο

[επεξεργασία]

compréhensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κατανοητός
  2. αντιληπτός
  3. ευνόητος
  4. καταληπτός