comprehensive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
comprehensive (en)
- περιεκτικός
- ευρύς, εκτενής
- a comprehensive knowledge of the language - ευρεία γνώση της γλώσσας
- εμπεριστατωμένος