Μετάβαση στο περιεχόμενο

comprehensive

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

comprehensive (en)

  1. περιεκτικός
  2. ευρύς, εκτενής
    a comprehensive knowledge of the language - ευρεία γνώση της γλώσσας
  3. εμπεριστατωμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]