congressiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
congressiste | congressistes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
congressiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- o / η σύνεδρος
ενικός | πληθυντικός |
congressiste | congressistes |
congressiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό