Μετάβαση στο περιεχόμενο

conjonctive

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
conjonctive < θηλυκό του conjonctif

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
conjonctive conjonctives

conjonctive (fr) θηλυκό