connective
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]connective (en)
- συνδετικός
- (λογική) 'βλ.' logical connective [1]
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- connective στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ (αγγλικά) Weisstein, Eric W. "Connective" From MathWorld--A Wolfram Web Resource. Προσπέλαση: 2019-10-22