conspiration

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
conspiration conspirations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

conspiration (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]