consternant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | consternant | consternants |
θηλυκό | consternante | consternantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
consternant (fr)
- που προκαλεί απόγνωση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη consterner