Μετάβαση στο περιεχόμενο

consumerism

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
consumerism < consumer + -ism

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

consumerism (en) (μη μετρήσιμο)

  • ο καταναλωτισμός
      Western consumerism is unsustainable on a global scale.
    Ο δυτικός καταναλωτισμός είναι μη βιώσιμος σε παγκόσμια κλίμακα.