consumer
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
consumer | consumers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]consumer (en)
- ο καταναλωτής, η καταναλώτρια
- ⮡ It’s a sales promotion campaign targeting young consumers.
- Είναι εκστρατεία προώθησης πωλήσεων που απευθύνεται σε νεαρούς καταναλωτές.
- ⮡ It’s a sales promotion campaign targeting young consumers.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]consumer (fr) (μεταβατικό)
- (λόγιο) εξαντλώ τις δυνάμεις κάποιου
- (παρωχημένο ή λόγιο) καταναλώνω, ξοδεύω τελείως κάτι (τρόφιμα, χρήματα, κλπ.)
- (πιο συνηθισμένο) καταστρέφω με τη φωτιά