consomption
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- consomption < (άμεσο δάνειο) λατινική consumptio
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kɔ̃.sɔ̃.psjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| consomption | consomptions |
consomption (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο ή λόγιο) το να έχει κάποιος εξαντληθεί, καεί, τελειωθεί
- (παρωχημένο) προοδευτικό αδυνάτισμα που παρατηρείται κατά τη διαρκεια μακράς ασθένειας
- (παρωχημένο) φυματίωση των πνευμόνων
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη consommer